-
1 ὀλίγωρος
A littlecaring, lightly-esteeming, contemptuous, of persons,χαλεπός τε καὶ ὀ. Hdt.3.89
;οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀ. οὕτως D.24.208
, etc. ;σοβαρὸς καὶ ὀ. τρόπος Id.59.37
: c. gen., τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν.. ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων a peace more regardless of Hellenic rights, Isoc.12.106. Adv. - ρως neglectfully, carelessly,ὀ. καὶ ῥᾳθύμως φέρειν D.59.111
;ὀ. καὶ πάντοθεν λαμβάνειν Arist.EN 1121b1
; ὀ. ἔχειν to be careless, negligent,περὶ τὰς ἐπιθυμίας Pl.Phd. 68c
, X.HG1.6.20 ; τινος with regard to.., Lys.26.9, Is.3.37, etc.;περί τινος Arist.Rh.Al. 1433a2
;ὀ. διακεῖσθαι Lys.1.3
; ὀ. διακεῖσθαι πρός τινα or τι Pl.Alc. 2.149a, Isoc.15.5 ;ὀ. ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην Aeschin.1.67
.II of things, scornful,ὀλίγωρον.. πεποίηκάς τι Nicom.Com.1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλίγωρος
-
2 σοβαρός
A rushing, violent, ἄνεμος.. φέρεται ς. Ar.Nu. 406; ;ὡς σ. εἰσελήλυθεν ὁ συκοφάντης Id.Pl. 872
;ὁ σ. ἡμῖν ἀρτίως καὶ πολεμικός.. κλάει κατακλινείς Men.Pk.52
; λίαν ἦν θρασὺς καὶ σ. [ ὁ Ἔρως] Aristopho 11.5. Adv. - ρῶς, opp. ἥσυχος, ἠρέμα, Ar. Pax83.II swaggering, pompous, haughty: of a horse,= γαῦρος, X.Eq.10.17;σ. καὶ ὀλίγωρος D.59.37
; σ. αὐχένες, ὀφρύες, AP 5.27,91 (both Rufin.);σοβαρὸς τῇ χαίτῃ Luc.Zeux.5
;σοβαρὸν γελᾶν Pl.Epigr.4.1
, Theoc.20.15. Adv.- ρῶς Plb.3.72.13
, Plu.Alc.4.2 of things, σ. μέλος a rousing tune, Ar.Ach. 674; imposing, [ στολή] Plu.Alex.45; of a triumphal procession, Id.Sull. 34; σοβαρωτέρα τιμῇ at a more impressive price, Ael.NA16.32;σ. ἀναθήματα Id.Fr.67
. Adv. - ρῶς ib.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοβαρός
-
3 ῥᾴ-θῡμος
ῥᾴ-θῡμος, von leichtem Herzen, Gemüth, leichtsinnig, nachlässig, sorglos; Soph. El. 946; dem Vergnügen ergeben, Plat. Theaet. 166 a u. öfter; ἄφϑονον καὶ ῥᾴϑυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον, Isocr. 4, 108; καὶ ὀλιγωρός, Pol. 5, 34, 4; ῥᾳϑυμότατος, Luc. imagg. 4; Plut. u. A.; – adv., ῥᾳϑύμως φέρειν τι, Plat. Rep. VIII, 549 d, wie Andoc. 4, 24; ὀργὴν ὑποφέρειν, Plat. Legg. IX, 679 a, mit leichtem Sinne, mit Gleichmuth, ῥᾳϑύμως ἔχειν περὶ τὴν ἐν ὅπλοις γυμνασίαν, Pol. 4, 7, 6, saumselig darin sein, die Uebung nicht treiben; ῥᾳϑ. καὶ τεϑαῤῥηκότως διάγειν u. ä., 2, 5, 6. 14, 2, 8; ῥᾳϑυμότερον χρήσασϑαι ταῖς φυλακαῖς, 1, 19, 12.
См. также в других словарях:
ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… … Dictionary of Greek
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
ολιγωρώ — (Α ὀλιγωρῶ, έω) [ολίγωρος] 1. αμελώ, αδιαφορώ («υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου», ΚΔ) 2. παραμελώ μσν. λιποθυμώ («ἔφασκεν ὅτι φοβερὰν ὀπτασίαν ἀγγέλου θεωρῶ καὶ μὴ ὑποφέρων αὐτοῡ τὴν θεωρίαν ὀλιγωρῶ καὶ πίπτω», Θεοφάν.) αρχ. ανησυχώ, αδημονώ … Dictionary of Greek
ολιγωρία — η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) [ολίγωρος] αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.) αρχ. περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως»,… … Dictionary of Greek